Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
View word page
διεῖδον
διεῖδονaor.2seeδιοράω

ShortDef

to see thoroughly, discern

Debugging

Headword:
διεῖδον
Headword (normalized):
διεῖδον
Headword (normalized/stripped):
διειδον
IDX:
9275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9276
Key:
διεῖδον

Data

{'headword_display': '<b>διεῖδον</b>', 'content': '<XE><RefFm>διεῖδον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διοράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεῖδον'}