Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
View word page
διέζησα
διέζησαAtt.aor.διέζωονIon.impf.διέζωνAtt.impf.seeδιαζώω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέζησα
Headword (normalized):
διέζησα
Headword (normalized/stripped):
διεζησα
IDX:
9273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9274
Key:
διέζησα

Data

{'headword_display': '<b>διέζησα</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέζησα<LblR>Att.aor.</LblR></RefFm><RefFm>διέζωον<LblR>Ion.impf.</LblR></RefFm><RefFm>διέζων<LblR>Att.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαζώω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέζησα'}