Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
View word page
διεέργω
διεέργωep.vbseeδιείργω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεέργω
Headword (normalized):
διεέργω
Headword (normalized/stripped):
διεεργω
IDX:
9272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9273
Key:
διεέργω

Data

{'headword_display': '<b>διεέργω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διεέργω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διείργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεέργω'}