Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
View word page
διέδῡν
διέδῡν
athem.aor.
see
διαδύομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέδῡν
Headword (normalized):
διέδῡν
Headword (normalized/stripped):
διεδυν
IDX:
9271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9272
Key:
διέδῡν
Data
{'headword_display': '<b>διέδῡν</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέδῡν<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαδύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέδῡν'}