Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
View word page
διέδρακον
διέδρακονaor.2seeδιαδέρκομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέδρακον
Headword (normalized):
διέδρακον
Headword (normalized/stripped):
διεδρακον
IDX:
9268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9269
Key:
διέδρακον

Data

{'headword_display': '<b>διέδρακον</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέδρακον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαδέρκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέδρακον'}