Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
View word page
διεγγύησις
διεγγύησιςεωςf procedure of granting bailto a defendantD.

ShortDef

a giving of bail

Debugging

Headword:
διεγγύησις
Headword (normalized):
διεγγύησις
Headword (normalized/stripped):
διεγγυησις
IDX:
9265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9266
Key:
διεγγύησις

Data

{'headword_display': '<b>διεγγύησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διεγγύησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>procedure of granting bail<Expl>to a defendant</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διεγγύησις'}