Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
View word page
διέβρον
διέβρον3pl.aor.2seeδιαβιβρώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέβρον
Headword (normalized):
διέβρον
Headword (normalized/stripped):
διεβρον
IDX:
9263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9264
Key:
διέβρον

Data

{'headword_display': '<b>διέβρον</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέβρον<LblR>3pl.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαβιβρώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέβρον'}