Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
View word page
δίε
δίεep.3sg.aor.2seeπεριδείδω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίε
Headword (normalized):
δίε
Headword (normalized/stripped):
διε
IDX:
9262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9263
Key:
δίε

Data

{'headword_display': '<b>δίε</b>', 'content': '<XE><RefFm>δίε<LblR>ep.3sg.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιδείδω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίε'}