Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
View word page
διδυμότης
διδυμότηςητοςf twin nature, dualityof an art or sciencePl.

ShortDef

duality

Debugging

Headword:
διδυμότης
Headword (normalized):
διδυμότης
Headword (normalized/stripped):
διδυμοτης
IDX:
9260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9261
Key:
διδυμότης

Data

{'headword_display': '<b>διδυμότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διδυμότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>twin nature, duality<Expl>of an art or science</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διδυμότης'}