Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
διέδρακον
View word page
διδυμο-γενής
διδυμο-γενήςέςadjγένοςγίγνομαι of a country's ornament, ref. to the Dioscuritwin-borntwinE.

ShortDef

twin-born

Debugging

Headword:
διδυμογενής
Headword (normalized):
διδυμογενής
Headword (normalized/stripped):
διδυμογενης
IDX:
9258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9259
Key:
διδυμογενής

Data

{'headword_display': '<b>διδυμο-γενής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>διδυμο-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country's ornament, ref. to the Dioscuri</Indic><Def>twin-born</Def><Tr>twin</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'διδυμογενής'}