Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
διέδεξα
View word page
διδυμᾱ-τόκος
διδυμᾱτόκοςονdial.adj also perh.διδυμητόκοςIon.adjτίκτω of sheep, goatsthat bearhave borne twin offspring Call. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διδυμᾱτόκος
Headword (normalized):
διδυμᾱτόκος
Headword (normalized/stripped):
διδυματοκος
IDX:
9257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9258
Key:
διδυμᾱτόκος

Data

{'headword_display': '<b>διδυμᾱ-τόκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διδυμᾱ<hyph/>τόκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><HG2> <Lbl>also perh.</Lbl><HL2>διδυμητόκος</HL2><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>τίκτω</Ref></Ety></HG2></HG> <aS1><Indic>of sheep, goats</Indic><Tr>that bear<or/>have borne twin offspring </Tr><Au>Call. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διδυμᾱτόκος'}