Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
διεγείρω
View word page
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱ́ονεςοναgen.όνωνep.pl.adjδίδυμοςnom.acc.du.
διδυμᾱ́ονε
of brotherstwinIl. Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διδυμᾱ́ονες
Headword (normalized):
διδυμᾱ́ονες
Headword (normalized/stripped):
διδυμαονες
IDX:
9256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9257
Key:
διδυμᾱ́ονες

Data

{'headword_display': '<b>διδυμᾱ́ονες</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διδυμᾱ́ονες</HL><Infl>ονα</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>όνων</FmInfl></VInfl><PS>ep.pl.adj</PS><Ety><Ref>δίδυμος</Ref></Ety><FG><Num><Lbl>nom.acc.du.</Lbl><Form>διδυμᾱ́ονε</Form></Num></FG></HG> <aS1><Indic>of brothers</Indic><Tr>twin</Tr><Au>Il. Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διδυμᾱ́ονες'}