Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
διεγγύησις
View word page
δί-δραχμον
δί-δραχμονουnδίςδραχμή two-drachma coinArist. NT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίδραχμον
Headword (normalized):
δίδραχμον
Headword (normalized/stripped):
διδραχμον
IDX:
9255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9256
Key:
δίδραχμον

Data

{'headword_display': '<b>δί-δραχμον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δί-δραχμον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>δραχμή</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>two-drachma coin</Tr><Au>Arist. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίδραχμον'}