Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
διεγγυάω
View word page
διδέᾱσι
διδέᾱσι
3pl.redupl.pres.
διδέντων
3pl.imperatv.
δίδη
3sg.impf.
see
δέω
1
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διδέᾱσι
Headword (normalized):
διδέᾱσι
Headword (normalized/stripped):
διδεασι
IDX:
9254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9255
Key:
διδέᾱσι
Data
{'headword_display': '<b>διδέᾱσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>διδέᾱσι<LblR>3pl.redupl.pres.</LblR></RefFm><RefFm>διδέντων<LblR>3pl.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>δίδη<LblR>3sg.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'διδέᾱσι'}