Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
διδυμογενής
δίδυμος
διδυμότης
δίδωμι
δίε
διέβρον
View word page
διδαχή
διδαχήῆςf act or process of teachingteaching, instructionHdt. Th. Pl. that which is taughtteachingof Jesus, religious leadersNT.

ShortDef

teaching

Debugging

Headword:
διδαχή
Headword (normalized):
διδαχή
Headword (normalized/stripped):
διδαχη
IDX:
9253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9254
Key:
διδαχή

Data

{'headword_display': '<b>διδαχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διδαχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act or process of teaching</Def><Tr>teaching, instruction</Tr><Au>Hdt. Th. Pl.<NBPlus/></Au></nS1> <nS1><Def>that which is taught</Def><Tr>teaching<Expl>of Jesus, religious leaders</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διδαχή'}