Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
διδυμᾱτόκος
View word page
διδασκαλεῖον
διδασκαλεῖονουnδιδάσκαλος place for teachingschool, classroomTh. Att.orats. Pl. X. Arist. training-roomfor a chorusAntipho

ShortDef

a teaching-place, school

Debugging

Headword:
διδασκαλεῖον
Headword (normalized):
διδασκαλεῖον
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλειον
IDX:
9247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9248
Key:
διδασκαλεῖον

Data

{'headword_display': '<b>διδασκαλεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διδασκαλεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διδάσκαλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place for teaching</Def><Tr>school, classroom</Tr><Au>Th. Att.orats. Pl. X. Arist.<NBPlus/></Au></nS1> <nS1><Tr>training-room<Expl>for a chorus</Expl></Tr><Au>Antipho</Au></nS1></NE>', 'key': 'διδασκαλεῖον'}