Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
δίδραχμον
διδυμᾱ́ονες
View word page
δίδαξις
δίδαξιςεωςf teachingArist.w.gen.of goodnessE.dub.

ShortDef

teaching, instruction

Debugging

Headword:
δίδαξις
Headword (normalized):
δίδαξις
Headword (normalized/stripped):
διδαξις
IDX:
9246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9247
Key:
δίδαξις

Data

{'headword_display': '<b>δίδαξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίδαξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>teaching</Tr><Au>Arist.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of goodness</Indic><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'δίδαξις'}