Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
διδέᾱσι
View word page
διδακτός
διδακτόςή όνadj of thingstaughtPi. S. E.of persons, w.gen.by GodNT.of thingsthat can be taught or explainedteachable, explicableS. E. Isoc. Pl. X. Arist.

ShortDef

taught, learnt

Debugging

Headword:
διδακτός
Headword (normalized):
διδακτός
Headword (normalized/stripped):
διδακτος
IDX:
9244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9245
Key:
διδακτός

Data

{'headword_display': '<b>διδακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διδακτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>taught</Tr><Au>Pi. S. E.</Au><aS2><Indic>of persons, <GLbl>w.gen.</GLbl>by God</Indic><Au>NT.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of things</Indic><Def>that can be taught or explained</Def><Tr>teachable, explicable</Tr><Au>S. E. Isoc. Pl. X. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διδακτός'}