Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
View word page
δίδαγμα
δίδαγμαατοςnδιδάσκω that which is taughtlessonAr. X. Mosch. Plu.that which can be taughtsubject matterPl.

ShortDef

a lesson

Debugging

Headword:
δίδαγμα
Headword (normalized):
δίδαγμα
Headword (normalized/stripped):
διδαγμα
IDX:
9242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9243
Key:
δίδαγμα

Data

{'headword_display': '<b>δίδαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίδαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διδάσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is taught</Def><Tr>lesson</Tr><Au>Ar. X. Mosch. Plu.</Au></nS1><nS1><Def>that which can be taught</Def><Tr>subject matter</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίδαγμα'}