Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
View word page
δί-γονος
δί-γονοςονadjγόνος of Bacchustwice-borni.e. fr. Semele, and then fr. the thigh of Zeus in which he was sewn upE. gener., of corpsestwoE.

ShortDef

twice-born

Debugging

Headword:
δίγονος
Headword (normalized):
δίγονος
Headword (normalized/stripped):
διγονος
IDX:
9241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9242
Key:
δίγονος

Data

{'headword_display': '<b>δί-γονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-γονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Bacchus</Indic><Tr>twice-born<Expl>i.e. fr. Semele, and then fr. the thigh of Zeus in which he was sewn up</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>gener., of corpses</Indic><Tr>two</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίγονος'}