Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
διδασκαλικός
View word page
δί-γληνος
δί-γληνοςονadjγλήνη of a person's facehaving two eyeballstwin-orbedTheoc.epigr.

ShortDef

with two eye-balls

Debugging

Headword:
δίγληνος
Headword (normalized):
δίγληνος
Headword (normalized/stripped):
διγληνος
IDX:
9239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9240
Key:
δίγληνος

Data

{'headword_display': '<b>δί-γληνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δί-γληνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλήνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's face</Indic><Def>having two eyeballs</Def><Tr>twin-orbed</Tr><Au>Theoc.<Wk>epigr.</Wk></Au></aS1></AE>", 'key': 'δίγληνος'}