Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλίᾱ
View word page
δί-γαμος
δί-γαμοςονadjγάμος pejor., of womentwice-marriedi.e. bigamous or adulterousStesich.

ShortDef

married to two people, adulterous

Debugging

Headword:
δίγαμος
Headword (normalized):
δίγαμος
Headword (normalized/stripped):
διγαμος
IDX:
9238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9239
Key:
δίγαμος

Data

{'headword_display': '<b>δί-γαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-γαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γάμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>pejor., of women</Indic><Tr>twice-married<Expl>i.e. bigamous or adulterous</Expl></Tr><Au>Stesich.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίγαμος'}