Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
δίδακτρα
View word page
δί-βᾱμος
δί-βᾱμοςονdial.adjδίς;βῆμαβαίνω walking on two feetopp. going on all-foursE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίβᾱμος
Headword (normalized):
δίβᾱμος
Headword (normalized/stripped):
διβαμος
IDX:
9235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9236
Key:
δίβᾱμος

Data

{'headword_display': '<b>δί-βᾱμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-βᾱμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref>;<Ref>βῆμα</Ref><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>walking on two feet<Expl>opp. going on all-fours</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίβᾱμος'}