Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτός
View word page
δια-ψῡ́χω
δια-ψῡ́χωvbψῡ́χω1 expose to the airairbelongingsX.dry outshipson landTh. fig.chill downlessensomeone's influencePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαψῡ́χω
Headword (normalized):
διαψῡ́χω
Headword (normalized/stripped):
διαψυχω
IDX:
9234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9235
Key:
διαψῡ́χω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ψῡ́χω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-ψῡ́χω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ψῡ́χω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>expose to the air</Def><Tr>air</Tr><Obj>belongings<Au>X.</Au></Obj><vS2><Tr>dry out</Tr><Obj>ships<Expl>on land</Expl><Au>Th.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic><Def>chill down</Def><Tr>lessen</Tr><Obj>someone's influence<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαψῡ́χω'}