Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγονος
δίδαγμα
διδακτέον
View word page
δια-ψιθυρίζω
δια-ψιθυρίζωvb whisperin someone's earThphr. spread gossip by whisperingPlb.

ShortDef

to whisper among themselves

Debugging

Headword:
διαψιθυρίζω
Headword (normalized):
διαψιθυρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαψιθυριζω
IDX:
9233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9234
Key:
διαψιθυρίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ψιθυρίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-ψιθυρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>whisper<Expl>in someone's ear</Expl></Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> <vS1><Tr>spread gossip by whispering</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαψιθυρίζω'}