Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
δίβᾱμος
διβολίᾱ
δίβολος
δίγαμος
View word page
δια-ψέγω
δια-ψέγωvb blame, criticisesomeone or sthg.Archil. Pl.

ShortDef

censure thoroughly

Debugging

Headword:
διαψέγω
Headword (normalized):
διαψέγω
Headword (normalized/stripped):
διαψεγω
IDX:
9228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9229
Key:
διαψέγω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ψέγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ψέγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>blame, criticise</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Archil. Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαψέγω'}