Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
διαψῡ́χω
View word page
διαχυτικός
διαχυτικόςή όνadj of a juicehaving a relaxingdilating effecton contracted pores in the mouthPl.

ShortDef

able to dissolve

Debugging

Headword:
διαχυτικός
Headword (normalized):
διαχυτικός
Headword (normalized/stripped):
διαχυτικος
IDX:
9224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9225
Key:
διαχυτικός

Data

{'headword_display': '<b>διαχυτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαχυτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a juice</Indic><Tr>having a relaxing<or/>dilating effect<Expl>on contracted pores in the mouth</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαχυτικός'}