Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψιθυρίζω
View word page
διάχυσις
διάχυσιςεωςfδιαχέω diffusionof the soul, through the bodyPl.wideningof a river, into a lakePlu.relaxation, cheerfulnessof a person, a facial expressionPlu.

ShortDef

diffusion

Debugging

Headword:
διάχυσις
Headword (normalized):
διάχυσις
Headword (normalized/stripped):
διαχυσις
IDX:
9223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9224
Key:
διάχυσις

Data

{'headword_display': '<b>διάχυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάχυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαχέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>diffusion<Expl>of the soul, through the body</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>widening<Expl>of a river, into a lake</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>relaxation, cheerfulness<Expl>of a person, a facial expression</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάχυσις'}