Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
διαψηφισμός
View word page
διά-χρῡσος
διάχρῡσοςονadjχρῡσός of clothesinterwovenembroidered with goldPlb.of armourinlaid with goldPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάχρῡσος
Headword (normalized):
διάχρῡσος
Headword (normalized/stripped):
διαχρυσος
IDX:
9222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9223
Key:
διάχρῡσος

Data

{'headword_display': '<b>διά-χρῡσος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά<hyph/>χρῡσος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρῡσός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of clothes</Indic><Tr>interwoven<or/>embroidered with gold</Tr><Au>Plb.</Au><aS2><Indic>of armour</Indic><Tr>inlaid with gold</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διάχρῡσος'}