Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
διαψηφίζομαι
διαψήφισις
View word page
δια-χρέμπτομαι
δια-χρέμπτομαιmid.vb clear one's throatTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχρέμπτομαι
Headword (normalized):
διαχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχρεμπτομαι
IDX:
9221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9222
Key:
διαχρέμπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-χρέμπτομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-χρέμπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>clear one's throat</Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαχρέμπτομαι'}