Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
διαψεύδω
View word page
δια-χόω
διαχόωcontr.vb buildw.cogn.acc.an earthworkacrossw. ἐς + acc.to a placeHdt.

ShortDef

to throw up a bank, complete a mound, block with a mole

Debugging

Headword:
διαχόω
Headword (normalized):
διαχόω
Headword (normalized/stripped):
διαχοω
IDX:
9219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9220
Key:
διαχόω

Data

{'headword_display': '<b>δια-χόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>build<Prnth><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl>an earthwork</Prnth>across</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Gr>ἐς</Gr> + acc.</GLbl>to a place<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχόω'}