Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχωρέω
διαχωρίζω
διαψαίρω
διαψέγω
View word page
δια-χλευάζω
διαχλευάζωvb mock, jeer atsomeoneD. Plb.intr.Plb. NT.

ShortDef

joke, jeer, deceive

Debugging

Headword:
διαχλευάζω
Headword (normalized):
διαχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχλευαζω
IDX:
9218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9219
Key:
διαχλευάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-χλευάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χλευάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mock, jeer at</Tr><Obj>someone<Au>D. Plb.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Au>Plb. NT.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχλευάζω'}