Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διάχρῡσος
View word page
δια-χειμάζω
διαχειμάζωvb usu. of troopsspend the winterfreq. w.adv.prep.phr.in a placeTh. X. Plu.

ShortDef

to pass the winter

Debugging

Headword:
διαχειμάζω
Headword (normalized):
διαχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχειμαζω
IDX:
9212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9213
Key:
διαχειμάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-χειμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χειμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>usu. of troops</Indic><Tr>spend the winter<Expl>freq. <GLbl>w.adv.<or/>prep.phr.</GLbl>in a place</Expl></Tr><Au>Th. X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχειμάζω'}