Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
View word page
δια-χάσκω
διαχάσκωvb of the joints of an old lyre, also envisaged as those of an old poetgape wide openbecome slackAr.

ShortDef

to gape wide, yawn

Debugging

Headword:
διαχάσκω
Headword (normalized):
διαχάσκω
Headword (normalized/stripped):
διαχασκω
IDX:
9211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9212
Key:
διαχάσκω

Data

{'headword_display': '<b>δια-χάσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χάσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of the joints of an old lyre, also envisaged as those of an old poet</Indic><Def>gape wide open</Def><Tr>become slack</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχάσκω'}