Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
διαχράομαι
View word page
δια-χαράσσομαι
διαχαράσσομαιmid.vb pejor.app.grate on the earsw.dat.w. a strange musical soundS.Ichn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχαράσσομαι
Headword (normalized):
διαχαράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχαρασσομαι
IDX:
9210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9211
Key:
διαχαράσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-χαράσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χαράσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>pejor.</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>grate on the ears</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a strange musical sound<Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχαράσσομαι'}