Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
διαχόω
View word page
δια-χαλάω
διαχαλάωcontr.vb of a horserelaxits bodyX. loose the bars ofunbar, open upa dwellingE.

ShortDef

to loosen, unbar

Debugging

Headword:
διαχαλάω
Headword (normalized):
διαχαλάω
Headword (normalized/stripped):
διαχαλαω
IDX:
9209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9210
Key:
διαχαλάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-χαλάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χαλάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a horse</Indic><Tr>relax</Tr><Obj>its body<Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Def>loose the bars of</Def><Tr>unbar, open up</Tr><Obj>a dwelling<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχαλάω'}