Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
διαχλευάζω
View word page
δια-χάζομαι
διαχάζομαιmid.vb of troopsseparate so as to leave a gapto evade a cavalry chargeX.

ShortDef

to withdraw

Debugging

Headword:
διαχάζομαι
Headword (normalized):
διαχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχαζομαι
IDX:
9208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9209
Key:
διαχάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-χάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>χάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>separate so as to leave a gap<Expl>to evade a cavalry charge</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαχάζομαι'}