Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
διαχέω
View word page
δια-φωτίζω
διαφωτίζωvb expose to lightof a soldiercleara placeof enemiesPlu.

ShortDef

to clear completely

Debugging

Headword:
διαφωτίζω
Headword (normalized):
διαφωτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφωτιζω
IDX:
9207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9208
Key:
διαφωτίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φωτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>φωτίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>expose to light</Def><vS2><Indic>of a soldier</Indic><Tr>clear</Tr><Obj>a place<Expl>of enemies</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφωτίζω'}