Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
διαχειροτονίᾱ
View word page
διαφώσκω
διαφώσκωIon.vbseeδιαφαύσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφώσκω
Headword (normalized):
διαφώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαφωσκω
IDX:
9206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9207
Key:
διαφώσκω

Data

{'headword_display': '<b>διαφώσκω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαφώσκω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαφαύσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαφώσκω'}