Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
διαχαλάω
διαχαράσσομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειροτονέω
View word page
διαφωνίᾱ
διαφωνίᾱᾱςf state of discord, disharmonybetw. persons or thingsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφωνίᾱ
Headword (normalized):
διαφωνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διαφωνια
IDX:
9205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9206
Key:
διαφωνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διαφωνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαφωνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>state of discord, disharmony<Expl>betw. persons or things</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαφωνίᾱ'}