Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόλογος
ἀπολοέω
ἀπολοιδορέω
ἀπόλουσις
ἀπολούω
ἀπολοφῡ́ρομαι
ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
View word page
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτικῶςadvwith a disposition to acquitin a trialX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολυτικῶς
Headword (normalized):
ἀπολυτικῶς
Headword (normalized/stripped):
απολυτικως
IDX:
91
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-92
Key:
ἀπολυτικῶς

Data

{'headword_display': '<b>ἀπολυτικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀπολυτικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>with a disposition to acquit<Expl>in a trial</Expl></Tr><Au>X.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀπολυτικῶς'}