Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαχάζομαι
View word page
διαφυγή
διαφυγήῆςfδιαφεύγω means of escapefr. a place or situationTh. Pl. Plu.

ShortDef

a refuge, means of escape

Debugging

Headword:
διαφυγή
Headword (normalized):
διαφυγή
Headword (normalized/stripped):
διαφυγη
IDX:
9198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9199
Key:
διαφυγή

Data

{'headword_display': '<b>διαφυγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαφυγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαφεύγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>means of escape<Expl>fr. a place or situation</Expl></Tr><Au>Th. Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαφυγή'}