Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
διαφώσκω
View word page
δια-φροντίζω
δια-φροντίζωvb show full concernw.gen.for someoneArist.

ShortDef

meditate on, consider

Debugging

Headword:
διαφροντίζω
Headword (normalized):
διαφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφροντιζω
IDX:
9196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9197
Key:
διαφροντίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φροντίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φροντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>show full concern</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone<Au>Arist.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφροντίζω'}