Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
διαφύσσω
διαφωνέω
διαφωνίᾱ
View word page
δια-φρέω
δια-φρέωcontr.vbfut.
διαφρήσω
aor.
διέφρησα
allow throughone's territorythe enemy, the aroma fr. sacrificesTh. Ar.

ShortDef

to let through, let pass

Debugging

Headword:
διαφρέω
Headword (normalized):
διαφρέω
Headword (normalized/stripped):
διαφρεω
IDX:
9195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9196
Key:
διαφρέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φρέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-φρέω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>διαφρήσω</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>διέφρησα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>allow through<Expl>one's territory</Expl></Tr><Obj>the enemy, the aroma fr. sacrifices<Au>Th. Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαφρέω'}