Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφῡσάω
View word page
διαφράγνυμαι
διαφράγνυμαιmid.vbseeδιαφράσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφράγνυμαι
Headword (normalized):
διαφράγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
διαφραγνυμαι
IDX:
9192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9193
Key:
διαφράγνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>διαφράγνυμαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαφράγνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαφράσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαφράγνυμαι'}