Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
διαφυγή
διαφυή
διαφυλάσσω
διαφύομαι
View word page
διάφραγμα
διάφραγμαατοςnδιαφράσσω partitionin a hutTh. diaphragmin the abdomenPl.

ShortDef

a partition-wall, barrier

Debugging

Headword:
διάφραγμα
Headword (normalized):
διάφραγμα
Headword (normalized/stripped):
διαφραγμα
IDX:
9191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9192
Key:
διάφραγμα

Data

{'headword_display': '<b>διάφραγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάφραγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διαφράσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>partition<Expl>in a hut</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1> <nS1><Tr>diaphragm<Expl>in the abdomen</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάφραγμα'}