Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
διαφρέω
διαφροντίζω
διαφυγγάνω
View word page
διαφόρησις
διαφόρησιςεωςf plundering, pillagingof propertyPlu.pl.

ShortDef

a plundering

Debugging

Headword:
διαφόρησις
Headword (normalized):
διαφόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαφορησις
IDX:
9187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9188
Key:
διαφόρησις

Data

{'headword_display': '<b>διαφόρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαφόρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>plundering, pillaging<Expl>of property</Expl></Tr><Au>Plu.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'διαφόρησις'}