Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
διαφράσσω
View word page
δια-φοιτάω
δια-φοιτάω
Ion.διαφοιτέω
contr.vbAeol.fem.ptcpl.
ζαφοίταισα
of persons, animalswander, roamSapph. Hdt. X. Plu.w. διά + gen.through a countryAr.w.gen.Plu. of news, an opinionspreadPlu.

ShortDef

to wander

Debugging

Headword:
διαφοιτάω
Headword (normalized):
διαφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
διαφοιταω
IDX:
9184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9185
Key:
διαφοιτάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φοιτάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φοιτάω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>διαφοιτέω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>Aeol.fem.ptcpl.</Lbl><Form>ζαφοίταισα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of persons, animals</Indic><Tr>wander, roam</Tr><Au>Sapph. Hdt. X. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w. <Ref>διά</Ref> + gen.</GLbl>through a country<Au>Ar.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of news, an opinion</Indic><Tr>spread</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφοιτάω'}