Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
διαφράζω
View word page
δια-φοιβάζομαι
δια-φοιβάζομαιpass.vbφοιβάς be driven madw.dat.by sufferingsS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφοιβάζομαι
Headword (normalized):
διαφοιβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφοιβαζομαι
IDX:
9183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9184
Key:
διαφοιβάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-φοιβάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φοιβάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>φοιβάς</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be driven mad</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by sufferings<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφοιβάζομαι'}