Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφράγνυμαι
View word page
δια-φλέγω
δια-φλέγωvb pass.of clothesbe set on firePlu. fig., of angerinflamethe mindPlu.

ShortDef

to burn through

Debugging

Headword:
διαφλέγω
Headword (normalized):
διαφλέγω
Headword (normalized/stripped):
διαφλεγω
IDX:
9182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9183
Key:
διαφλέγω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φλέγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φλέγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of clothes</Indic><Def>be set on fire</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Indic>fig., of anger</Indic><Tr>inflame</Tr><Obj>the mind<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφλέγω'}